- μετατόπισμα
- το [μετατοπίζω]η μετατόπιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετατόπισμα — το, ατος η μετακίνηση, η μετατόπιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)